ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ : Το πιο επικίνδυνο έλλειμμα
[blockquote align=”center” cite=”Αλέξης Ντε Τοκβίλ”]Η μεγαλύτερη απειλή για τη Δημοκρατία είναι ο φόβος των μεταρρυθμίσεων και των αλλαγών. Έτσι όμως οι κοινωνίες αλλοτριώνονται και επέρχεται το τέλμα. [/blockquote]
Η ιστορία της Ελλάδας ως σύγχρονου κράτους είναι το χρονικό μιας σπάνια διακοπτόμενης καθυστέρησης στην πραγματοποίηση των μεταρρυθμίσεων, τις οποίες υπαγορεύουν οι εκάστοτε εξελίξεις. Έτσι, η οικονομική πρόοδος επήλθε με βραδύτερους βαθμούς, ενώ οι θεσμοί και οι υποδομές μας υπολείπονται συνήθως σε σχέση με την οικονομική μας πρόοδο.
Είναι, εξάλλου, γνωστό ότι οι Έλληνες είμαστε εύστροφοι και δημιουργικοί. Βλέπουμε τι πρέπει να γίνει. Και όταν γίνεται, προσαρμοζόμαστε σε αυτό και ευδοκιμούμε. Στην πραγματικότητα αυτή, άλλωστε, οφείλεται η ανάπτυξη της ελληνικής διασποράς.
Ωστόσο, στην Ελλάδα εμφανίζουμε έναν κοινωνικό συντηρητισμό που αναβάλλει, αναστέλλει ή και ανατρέπει τις μεταρρυθμίσεις, ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες. Τα φαινόμενα του ατομικισμού και του «βολέματος» είναι τα κύρια αίτια αυτής της «αντιδυναμικής».
Υπάρχουν, όμως στιγμές που η ρωμιοσύνη «πετιέται», όπως έγραψε ο Ρίτσος. Και τότε προκύπτουν τα φωτεινά χρονικά διαστήματα, όπως, π.χ., η περίοδος 1909-13. Δυστυχώς, όμως τα διαστήματα αυτά διαδέχονται περίοδοι οπισθοδρόμησης. Ο Κώστας Σημίτης σε μια ομιλία του αναφέρθηκε στην «παραξενιά της ιστορίας», που θέλει την Ελλάδα να προχωρά μπροστά, αλλά μετά να διστάζει και να «επιστρέφει πίσω». Βιώνουμε σήμερα αυτή την «παραξενιά» της ιστορίας.
Οι μεταρρυθμίσεις και ο ευρωπαϊκός οδικός χάρτης είναι ο σταθερός προσανατολισμός της πολιτικής μου διαδρομής. Γι’ αυτό συντάσσομαι και συστρατεύομαι με εκείνους που πιστεύω ότι εκφράζουν και εγγυώνται τη μεταρρυθμιστική πορεία στη συγκεκριμένη πολιτική συγκυρία. Αυτή είναι η δική μου εκδοχή της προόδου, σε αντιπαράθεση με τη συντήρηση, που είναι σταθερά αντιμεταρρυθμιστική.
Πιστεύω ότι η νέα γενιά σήμερα έχει πειστεί για την ανάγκη να ξεπεραστούν τα αίτια που έχουν οδηγήσει σε εμπλοκή τις μεταρρυθμίσεις. Γι’ αυτό είναι αισιόδοξος. Το όραμα της προόδου με στόχο να επιταχύνουμε το βηματισμό μας, ώστε να συγκλίνουμε με τους πιο προηγμένους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μπορεί και πάλι να συνεγείρει την πλειοψηφία των Ελλήνων, Το αίτημα του εκσυγχρονισμού που υπαγορεύει μεταρρυθμίσεις και ανάληψη πολιτικού κόστους παραμένει πάντα επίκαιρο.
ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΙΚΗΣ ΚΑΘΥΣΤΕΡΗΣΗΣ
Οι αδυναμίες του πολιτικού μας συστήματος αποτελούν την κύρια αιτία της μεταρρυθμιστικής βραδυπορίας – συχνά και αντιμεταρρυθμιστικών παλινωδιών στη χώρα μας. Από τη συγκρότηση του Ελληνικού κράτους το 19ο αιώνα μέχρι σήμερα κύρια πηγή της ελληνικής «υστέρησης», κύριο εμπόδιο στη διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής, δημοκρατικής και κοινωνικά δίκαιης κοινωνίας είναι η λογική της ψηφοθηρίας και των πελατειακών σχέσεων που κυριαρχεί στο πολιτικό μας σύστημα. Δημιουργούνται έτσι μια σειρά αδιέξοδα και δυσλειτουργίες που ναρκοθετούν την ανάπτυξη και την πρόοδο του τόπου.
Ο κομματισμός
Η παθογένεια αυτή στο παρελθόν εκφραζόταν από τους κομματάρχες και τη ρουσφετολογία. Σήμερα εκφράζεται με τον κομματισμό, τη τάση δηλαδή των κομμάτων να διεισδύουν σε όλες τις εκφάνσεις της κοινωνίας μας και να επιδιώκουν την προσέλκυση –συχνότατα και την ποδηγέτηση της- προς όφελός τους. Η άκρατη κομματικοποίηση που επικράτησε μετά τη μεταπολίτευση, έχει υπονομεύσει την αυτονομία και ανεξαρτησία του θεσμών, τις αξίες και τους στόχους κάθε κοινωνικού χώρου. Έχει επιβάλλει ως μόνη λογική την επιδίωξη του κομματικού συμφέροντος από τη Δημόσια Διοίκηση μέχρι τον Πολιτισμό και τον Αθλητισμό. Το δέον έχει αντικατασταθεί από το τηλεοπτικώς και δημοκρατικώς αρεστό. Γιατί το δέον έχει μακροχρόνια προοπτική και συχνά είναι βραχυπρόθεσμο δυσάρεστο.
Όταν στόχος των κομμάτων είναι η άλωση του κράτους η τάση που κυριαρχεί είναι η διατήρηση του Status –quo, το οποίο εγγυάται τα οφέλη των πελατειακών σχέσεων. Η αναστολή ή και η αποτροπή μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στην εξυπηρέτηση του δημόσιου συμφέροντος, του γενικού καλού, αλλά θέτουν σε κίνδυνο το κομματικό συμφέρον, αποτελεί την αναπόφευκτη συνέπεια.
Ο κρατισμός
Ο κομματικός έλεγχος του κράτους οδηγεί στον γιγαντισμό του και κατ’ επέκταση στη διόγκωση της γραφειοκρατίας και της συνυφασμένης με αυτή διαφθοράς. Ο κρατισμός γεννιέται από τον κομματισμό και ανατροφοδοτείται από αυτόν. Συνεπάγεται την κυριαρχία παρέμβαση του κράτους σ’ όλους τους τομείς του δημοσίου και κοινωνικού βίου. Σημαίνει, πρώτον, θέσπιση διαδικασιών – συνήθως γραφειοκρατικών και αχρήστων – που εγγυώνται την επαύξηση της αριθμητικής στελέχωσης του Δημοσίου στους τομείς, των οποίων έχει την κύρια ευθύνη, όπως στη Δημόσια Διοίκηση. Σημαίνει δεύτερον, έντονη κρατική παρουσία στην παραγωγική διαδικασία. Τέλος ο κρατισμός εκφράζει τη νοοτροπία που θεωρεί το «απρόσωπο» Κράτος αρμόδιο και υπεύθυνο για όλα και απαιτεί την κρατική παρέμβαση σε όλα, μεταθέτοντας έτσι και -ουσιαστικά καταργώντας- την προσωπική ευθύνη των πολιτών αλλά και των κρατικών λειτουργών. Ο συνδυασμός των φαινομένων αυτών οδηγεί στην ακινησία και στην απραξία.
Ο κρατισμός επεκτείνεται και στον πολιτικό τομέα. Με αφετηρία την κρατική χρηματοδότηση τους, τα υφιστάμενα κόμματα τείνουν να μεταβληθούν σε κλειστό ολιγοπώλιο και κακέκτυπο δημόσιων υπηρεσιών. Κύρια συμπτώματά του ιδιότυπου κομματικού κρατισμού είναι η ανάπτυξη μηχανισμών και πελατειακών σχέσεων και η πληθώρα στελεχών που συνδέονται με τον κρατικό τομέα. Το αποτέλεσμα είναι η αποξένωση από την κοινωνία και η στειρότητα σε οράματα και νέες ιδέες.
Οι τομές που επιχειρεί ο Γιώργος Παπανδρέου, με το άνοιγμα στην κοινωνία, την εγγραφή φίλων, την αποκέντρωση της κομματικής λειτουργίας και την παράλληλη λειτουργία μη κομματικών οργανώσεων, (ΙΣΤΑΜΕ , κάθε μέρα Πολίτης) συμβάλλουν στην επιθυμητή αποκρατικοποίηση του ΠΑΣΟΚ.
Το πολιτικό κόστος
Ο φόβος του πολιτικού κόστους κάθε αλλαγής του status –guo , λειτουργεί αποτρεπτικά σε κομματικό, κυβερνητικό και σε προσωπικό επίπεδο. Η τύχη όλων σχεδόν των πολιτικών που αποτόλμησαν να εφαρμόσουν μεταρρυθμιστικές τομές τους μετέτρεψε σε παραδείγματα προς αποφυγήν. Ο Γεώργιος Ράλλης, στην πρώτη εκλογική αναμέτρηση, μετά την εφαρμογή της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1976 και την καθιέρωση της δημοτικής γλώσσας, διασώθηκε στην τελευταία θέση των βουλευτών που εκλέχθηκαν. Ο Αναστάσιος Πεπονής, μετά την εφαρμογή του νόμου για το ΑΣΕΠ, που έκλεισε τη πόρτα ( γιατί παράθυρα παραμένουν ανοιχτά) για τους κομματικούς διορισμούς στο Δημόσιο, δεν πέτυχε να επανεκλεγεί.
Το ράβε – ξήλωνε
Το διαρκές ράβε – ξήλωνε, που συνοδεύει όχι μόνο την εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, αλλά και την εναλλαγή Υπουργών του ίδιου κόμματος, αποτελεί σημαντική αιτία της αποτυχίας των μεταρρυθμίσεων. Η εκάστοτε αντιπολίτευση δεν περιορίζεται να εισπράξει το πολιτικό κόστος που προκαλεί μια μεταρρύθμιση στην εκάστοτε κυβέρνηση. Υπόσχεται την ανατροπή της μεταρρύθμισης μόλις αναλάβει την εξουσία. Είναι χαρακτηριστική η συμπεριφορά της Κυβέρνησης Καραμανλή απέναντι στη μεγάλη τομή του σχεδίου Καποδίστριας για τη συνένωση των ΟΤΑ. Πρόσφατα, σημειώθηκαν βίαια επεισόδια σε περιοχές, στους κατοίκους των οποίων ο σημερινός πρωθυπουργός είχε προεκλογικά υποσχεθεί την «αυτονόμηση» των κοινοτήτων τους, επειδή τήρησε την υπόσχεση του μόνο για τρεις κοινότητες, απειλείται ήδη συνέχιση και επέκταση του αντιμεταρρυθμιστικού κύματος, με κίνδυνο να ακυρωθεί. μια δύσκολη και σημαντική μεταρρύθμιση. Ο πολύπαθος τομέας της Παιδείας είναι υπόδειγμα της πλημμυρίδας που σαρώνει τις μεταρρυθμίσεις. Μολονότι οι πάντες ομνύουν στην ανάγκη εφαρμογής μιας εθνικής πολιτικής για την Παιδεία, σχεδόν κάθε κυβέρνηση και κάθε υπουργός θεωρούν χρέος τους να ανατρέψουν την πολιτική των προκατόχων τους και να εφαρμόσουν τη δική τους μεταρρύθμιση.
Όφελος και κόστος
Η χρονική κατανομή των ωφελειών και του κόστους που συνεπάγεται κάθε μεταρρύθμιση αποτελεί σοβαρό ανασχετικό παράγοντα στη μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Το όφελος, κατά κανόνα, δεν είναι άμεσο. Γι αυτό, όσοι πρόκειται να ωφεληθούν δεν το συνειδητοποιούν και δεν στηρίζουν την αλλαγή. Αντίθετα, το κόστος προκύπτει άμεσα και οι θιγόμενοι, που συνήθως είναι ή πάντων υποκινούνται από οργανωμένες μειοψηφίες, αντιδρούν δυναμικά και αποτρέπουν ή ανατρέπουν την αλλαγή.
Κρίση εμπιστοσύνης
Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς του αληθινούς στόχους της μεταρρύθμισης, λόγω συσσωρευμένης αναξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος, τροφοδοτεί τις αντιδράσεις, με αποτέλεσμα η λύση ενός προβλήματος να θεωρείται περισσότερο επίφοβη από το πρόβλημα. Οι αντιδράσεις δικαιολογημένες ή μη στο μέτρο που ο κομματισμός και η αναξιοκρατία κυριαρχούν στη δημόσια ζωή, νομιμοποιούνται και συγκεντρώνουν ευρύτερη αποδοχή. Είναι χαρακτηριστική η αδυναμία εφαρμογής της αξιολόγησης των στελεχών της εκπαίδευσης και της δημόσιας διοίκησης. Η έλλειψη εμπιστοσύνης ότι η αξιολόγησης θα γίνει με αδιάβλητα και αξιοκρατικά κριτήρια, επιτρέπει σε όσους τη μάχονται για λόγους ιδιοτελείς να αποτρέπουν, μέχρι σήμερα, την εφαρμογή της.
ΓΙΑ ΕΝΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΙΚΟ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Οι μεταρρυθμίσεις, για να είναι εφικτές και αποδεκτές οφείλουν να υπηρετούν το γενικό συμφέρον, επιφέροντας ουσιαστικές και αποτελεσματικές αλλαγές σε θεσμούς, κανόνες παιχνιδιού και μέσα πολιτικής, με στόχους την προαγωγή της κοινωνίας, την ευημερία και την πρόοδο του συνόλου. Τότε μόνο οι μεταρρυθμίσεις έχουν κοινωνική αποδοχή και διάρκεια. Έτσι ενισχύεται η κοινωνική συνοχή, που αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση για μια ισόρροπη οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη. Αν και οι μεταρρυθμίσεις έχουν συνήθως τεχνοκρατική αφετηρία, το περιεχόμενο τους δεν μπορεί και δεν πρέπει να είναι μονοδιάστατα τεχνοκρατικό. Είναι φορείς ουσιαστικής πολιτικής, αποτυπώνουν τη ταυτότητά της, συμπυκνώνουν αξίες, κυοφορούν εξελίξεις.
Κοινωνικό όραμα
Οι πολίτες συστρατεύονται σε ένα μεταρρυθμιστικό όραμα, προσφέρουν περισσότερα ακόμη και θυσιάζουν κεκτημένα αρκεί να πεισθούν ότι οι κόποι και οι θυσίες της υπηρετούν στόχους που θα βελτιώσουν τη ζωή τη δική τους και των παιδιών τους. Οι πολίτες δέχονται να υποβληθούν σε θυσίες χάριν ενός οράματος που θα τους δίνει δικαίωμα στην ελπίδα. Καμιά μεταρρύθμιση δεν μπορεί να πετύχει αν δεν πεισθούν αυτοί που τους αφορά ότι δεν γίνεται για να αυξηθούν τα οφέλη κάποιου τρίτου, αλλά για το κοινό συμφέρον. Γι’ αυτό σ’ ένα κλίμα που κυριαρχείται από τις έντεχνα καλλιεργούμενες φοβίες και επιδεινώνεται από φαινόμενα, όπως η κυβερνητική απραξία, λόγω φόβου του πολιτικού κόστους, η αντίδραση των οργανωμένων μειοψηφιών και η μεγενθυτική (έως παραμορφωτική) λειτουργία της «τηλεοπτικής δημοκρατίας», οι απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις, δεν βρίσκουν κοινωνικά ερείσματα στην επιθυμητή ένταση για την κοινωνική αποδοχή και την κατοχύρωσή τους..
Ένα νέο κοινωνικό όραμα που θα μοιράζει δίκαια τα βαρύτατα οφέλη της οικονομίας της αγοράς είναι η μεγάλη πρόκληση στην ουσία οφείλουμε να ανταποκριθούμε. Ο συνδυασμός μεταρρυθμίσεων και κοινωνικής συνοχής απαιτεί αυξημένο αίσθημα κοινωνικής ευθύνης από την Πολιτεία και τους κοινωνικούς εταίρους. Απαιτεί την διαμόρφωση νέας ισορροπίας ανάμεσα στο δημόσιο και το ιδιωτικό. Απαιτεί από το κράτος να θέτει κανόνες του παιχνιδιού που να ισχύουν για όλους, να εξασφαλίζει την εφαρμογή τους. Να μην κοινωνικοποιείται το κόστος ούτε να ιδιωτικοποιείται το όφελος. Αυτό είναι το σύγχρονο κοινωνικό αίτημα. Η πρόοδος της κοινωνίας είναι συνδεδεμένη περισσότερο παρά ποτέ, με την πολιτική κοινωνικής συνοχής. Αυτό είναι το μεγάλο στοίχημα για την Ελλάδα, και για την Ευρώπη. Αυτή είναι και η κύρια διαφορά ανάμεσα στην Κεντροαριστερά και την Κεντροδεξιά.
Στρατηγικό σχέδιο
Η πραγματοποίηση ευρείας κλίμακας μεταρρυθμίσεων απαιτεί συγκροτημένο και καλά επεξεργασμένα στρατηγικό σχέδιο. Η σύγχρονη Ευρώπη και η Ελλάδα δεν μπορούν πλέον να βασίζονται σε δραστηριότητες έντασης της ανειδίκευτης εργασίας. Για να ανταποκριθούμε με επιτυχία στον διεθνή ανταγωνισμό πρέπει να επενδύσουμε κατά προτεραιότητα στην παιδεία, στην επαγγελματική κατάρτιση και την επιμόρφωση στην καινοτομία και στην τεχνολογία, ώστε να βελτιώσουμε την ποιότητα και να ανεβάσουμε την τεχνολογική στάθμη των προϊόντων και των υπηρεσιών που παράγουμε. Η μεγάλη πρόκληση για την οικονομία μας είναι η προσέλκυση ξένων επενδύσεων και η εξωστρέφεια μέσω της αύξησης των εξαγωγών. Και ακόμη, όσο απαραίτητες είναι οι μεταρρυθμίσεις για την ανάπτυξη, τόσο σημαντική είναι και η ανάπτυξη ως κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο των μεταρρυθμίσεων.
Το σχέδιο, για να είναι αξιόπιστο, οφείλει να αναλύει με διαφάνεια το κόστος και το όφελος. Καμιά μεταρρύθμιση δεν μπορεί να ευδοκιμήσει όταν άλλοι μόνο χάνουν και άλλοι μόνο κερδίζουν. Οι αντισταθμιστικές πολιτικές για εκείνους που ζημιώνονται αποτελούν απαραίτητο συμπλήρωμα κάθε σοβαρής μεταρρυθμιστικής πολιτικής. Χρησιμοποιώ ένα παράδειγμα από τον εκπαιδευτικό χώρο. Η κατάργηση της επετηρίδας για το διορισμό των εκπαιδευτικών έπρεπε να συνοδεύεται από αμειβόμενα προγράμματα επανακατάρτισης για τους παλαιούς πτυχιούχους προκειμένου είτε να συναγωνισθούν με ίσους όρους με τους νεώτερους είτε να αναπροσανατολιστούν επαγγελματικά, ώστε να ενταχθούν στην αγορά εργασίας, εκτός του εκπαιδευτικού τομέα.
Ο πολιτικός χρόνος
Ο πρόσφορος πολιτικός χρόνος (timing) αποτελεί ουσιαστική παράμετρο για την εφαρμογή ενός μεταρρυθμιστικού σχεδίου. Η περίοδος χάριτος που έχει μετά τις εκλογές μια κυβέρνηση και ο εκλογικός κύκλος οριοθετούν τη χρονική περίοδο η οποία προσφέρεται για την επιδίωξη μεταρρυθμίσεων. Γιατί αυτή τη χρονική περίοδο ούτε η αξιοπιστία της κυβέρνησης έχει απομειωθεί ούτε είναι ισχυρός ο φόβος του πολιτικού κόστους. Ο παραγωγικός χρόνος μιας κυβέρνησης περιορίζεται ουσιαστικά στα δύο πρώτα χρόνια της θητείας της. Γι’αυτό πιστεύω ότι πρέπει να συζητηθεί σοβαρά, κατά τη νέα συνταγματική τροποποίηση, η αύξηση της κοινοβουλευτικής θητείας από τέσσερα σε πέντε χρόνια. Η πενταετία, κατά τη γνώμη μου, παρέχει στη κυβέρνηση μεγαλύτερες δυνατότητες να εφαρμόσει ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα και να κριθεί με βάση τα αποτελέσματά του.
Το όχημα των μεταρρυθμίσεων
Τα κόμματα είναι το όχημα και ο ρόλος τους στη κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι καθοριστικός για την προώθηση των μεταρρυθμίσεων. Είναι φορείς συσπείρωσης των ενεργών πολιτών, και οφείλουν να παράγουν ιδέες και πολιτικές. Έτσι, το εκάστοτε κυβερνητικό κόμμα είναι το μέσο που μπορεί να εξασφαλίσει την συστράτευση της κοινωνίας σ’ ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα.. Το ερώτημα είναι αν τα σημερινά κόμματα μπορούν να ανταποκριθούν σ’ αυτό το βάρος.
Το πολιτικό κλίμα
Ουσιώδης προϋπόθεση για την επιτυχία μιας μεταρρύθμισης είναι το πολιτικό κλίμα. Οι πολιτικές εντάσεις δεν δημιουργούν ευνοϊκές συνθήκες για γόνιμο διάλογο και συναινέσεις που είναι απαραίτητες για ένα μεταρρυθμιστικό εγχείρημα. Ένας από τους κύριους λόγους που η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν μπόρεσε να εφαρμόσει τις μεταρρυθμίσεις της στους κρίσιμους τομείς της Παιδείας και της Οικονομίας ήταν το τεταμένο πολιτικό κλίμα, εξαιτίας της παραπομπής του Α. Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, στα πλαίσια της λεγόμενης «κάθαρσης». Το ίδιο λάθος, σε μικρότερο βαθμό, επανέλαβε και η σημερινή κυβέρνηση.
Η διαδικασία
Εξίσου σημαντική με την επιλογή των στόχων είναι και η διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί για μια επιτυχημένη μεταρρυθμιστική προσπάθεια. Απαιτείται μακρά και διαρκής διαβούλευση, εξαντλητική ενημέρωση των πολιτών για τους στόχους των αλλαγών, απόφαση και σωστή εφαρμογή των μέτρων. Πολλές φορές η κακή ή ελλιπής διαδικασία προσδιορίζει την τύχη μιας μεταρρύθμισης περισσότερο από την ουσιαστική ορθότητα της ίδιας μεταρρύθμισης. Ωστόσο, ακόμη κι αν όλες οι προϋποθέσεις εξασφαλισθούν δεν εξουδετερώνεται, aprioori, ο κίνδυνος κοινωνικών συγκρούσεων. Συγκρούσεις πάντοτε μπορούν να υπάρξουν αλλά το ενδεχόμενο ακύρωσης ή ανατροπής μιας μεταρρύθμισης είναι μειωμένο, αρκεί να υποστηριχθεί με ειλικρίνεια, δύναμη και επάρκεια.