Η επιτυχής αντιμετώπιση της δίδυμης κρίσης, των τυχοδιωκτικών σχεδιασμών του Ερντογάν στον Έβρο και της θανάσιμης απειλής του COVID-19, μετέτρεψε την Ελλάδα από παράδειγμα προς αποφυγήν, την προηγούμενη δεκαετία, σε παράδειγμα προς μίμηση. Η Ευρώπη την αναγόρευσε σε ασπίδα των ευρωπαϊκών συνόρων. Ο διεθνής τύπος την εγκωμιάζει. Ο διάσημος Ισραηλινός ιστορικός Γιουβάλ Χαράρι, σε συνέντευξη του, δήλωσε «θα διάλεγα την Ελλάδα για παγκόσμιο ηγέτη κατά της πανδημίας…».
Η υποδειγματικοί πολιτικοί χειρισμοί του Κυριάκου Μητσοτάκη, είχαν ως αποτέλεσμα, έπειτα από μια δεκαετία παρακμής, διχασμού και ανορθολογισμού, να επικρατήσει ένα πρωτόγνωρο κλίμα εμπιστοσύνης στην πολιτική ηγεσία, στο Εθνικό Σύστημα Υγείας και τους κρατικούς φορείς, καθημαγμένους από την κομματοκρατία και την οικονομική κρίση, στα «κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας», τους Έλληνες που ομονοούν και πειθαρχούν. Κλίμα εθνικής υπερηφάνειας και αυτοπεποίθησης, θα τα καταφέρουμε, μπορούμε. Σημαντικότερο, βιώνουμε την ήττα του λαϊκισμού και του ανορθολογισμού. Εμπιστευόμαστε τους επιστήμονες και όχι τους κομπογιαννίτες. Τους υπεύθυνους πολιτικούς και όχι τους τσαρλατάνους.
Η Ελλάδα αποτέλεσε απροσδόκητη εξαίρεση, σε ένα κόσμο που χαρακτηρίζεται από έλλειψη ηγεσίας, γιατί είχε την τύχη να διαθέτει την κρίσιμη στιγμή υπεύθυνο ηγέτη με ικανότητα διακυβέρνησης και όχι «χαρισματικό» λαϊκιστή. Η κρίσιμη αλλαγή, σε σύγκριση με το παρελθόν, συνίσταται στη συμμετοχή της κοινωνίας τόσο στην ανάδειξη της κομματικής ηγεσίας, όσο και στο κυβερνητικό σχήμα. Πρώτον, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι προϊόν, ούτε κομματικού σωλήνα, ούτε κομματικής συναλλαγής. Αναδείχθηκε ηγέτης της Νέας Δημοκρατίας χάρη στη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών στην εσωκομματική αναμέτρηση. Πολίτες που δεν ανήκαν στη συντηρητική παράταξη έλαβαν μέρος και τον ψήφισαν. Διαμόρφωσε την προσωπικότητα του με λαμπρές σπουδές και ξένες γλώσσες και όχι κολλώντας κομματικά εύσημα. Δεύτερον, στην κυβέρνηση που σχημάτισε μετέχουν για πρώτη φορά σε ποσοστό 50% προσωπικότητες εκτός του κομματικού συστήματος με επαγγελματική και κοινωνική καταξίωση.
Ασφαλώς και τίποτα δεν έχει τελειώσει ακόμη και τίποτα δεν έχει κριθεί οριστικά. Τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Ο πόλεμος με τον φονικό ιό, δεν έχει κριθεί. Χάρη στον υποχρεωτικό εγκλεισμό μας, αποκρούσαμε την πρώτη επίθεση. Συνεχίζει να μας πολιορκεί, ενώ παραμένουμε άοπλοι. Δε διαθέτουμε το όπλο ούτε για την αντιμετώπιση του, το φάρμακο, ούτε για την αποτροπή του, το εμβόλιο. Η οργανωμένη πολιτεία έκανε το χρέος της. Η επιβεβλημένη χαλάρωση των μέτρων, απαιτεί από τους πολίτες ακόμη μεγαλύτερη αυτοπειθαρχία και υπευθυνότητα.
Την υγειονομική απειλή διαδέχεται η απειλή οικονομικής κρίσης. Η συμμετοχή μας στην Ευρωζώνη, σε συνδυασμό με την αναβάθμιση της διεθνούς μας εικόνας, επιτρέπουν στην Ελλάδα την κρίση αυτή να μην την αντιμετωπίσει μόνη. Η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, έστω και δύσκολα, θα εκφραστεί. Οι πολίτες όμως οφείλουν να αναλογιστούν πού θα είχαμε οδηγηθεί με «το ευρώ δεν είναι φετίχ» της τυχοδιωκτικής Αριστεράς ή «έξω από την Ευρώπη των μονοπωλίων» της παλαιολιθικής Αριστεράς. Οι επιπτώσεις της πανδημίας στη διεθνή οικονομία προσφέρουν στην Ελλάδα μια εξαιρετική ευκαιρία. Να εγκαταλείψει το παλαιό οικονομικό μοντέλο που έχει καταρρεύσει και να διαμορφώσει ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που να ανταποκρίνεται στη σημερινή Ελληνική οικονομική πραγματικότητα και τα ευρωπαϊκά και διεθνή δεδομένα. Θα χρειαστούμε την ίδια συνταγή. Μια επιτροπή Τσιόδρα για την οικονομία είναι απαραίτητη για μια τέτοιας κλίμακας αλλαγή. Το ίδιο ισχύει και για τη συνολική μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος, ως προϋπόθεση για την προσαρμογή της χώρας και της κοινωνίας στις νέες απαιτήσεις.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει κλείσει ραντεβού με την ιστορία. Έχει την ευθύνη να οδηγήσει την Ελλάδα στη Νέα Εποχή. Ο μεγάλος στόχος, η νέα Μεγάλη Ιδέα, πρέπει να είναι η οικοδόμηση ενός σύγχρονου και αποτελεσματικού κράτους στην υπηρεσία του πολίτη και όχι λάφυρο του εκάστοτε νικητή των εκλογών. Προαπαιτούμενο όμως είναι η επανεφεύρεση του πολιτικού συστήματος. Διότι το πολιτικό σύστημα, με όλες τις εκδοχές του, στα διακόσια χρόνια ελεύθερου βίου, είναι η κύρια αιτία που η Ελλάδα απέτυχε να συγκροτήσει ένα Κράτος στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα.
Δύο είναι οι βασικές τομές που απαιτούνται. Πρώτον, κατάργηση του σταυρού προτίμησης, γενεσιουργός αιτία των πελατειακών σχέσεων και της διαπλοκής. Καθιέρωση μονοεδρικών εκλογικών περιφερειών και ασυμβίβαστου βουλευτικού και υπουργικού αξιώματος. Δεύτερον, κόμματα αρχών και αξιών και όχι κόμματα συντεχνίες ανεπάγγελτων κομματικών επαγγελματιών και κρατικοδίαιτων συνδικαλιστών. Κόμματα ανοικτά στις ελίτ της γνώσης, της παιδείας, της επαγγελματικής και κοινωνικής καταξίωσης, Κι όχι κόμματα με στελέχη του κομματικού σωλήνα, της διαπλοκής και των «κονέ» με τους παραγωγούς «τηλεκαφενείων». Γιατί οι ελίτ είναι αυτές που σπρώχνουν τις κοινωνίες μπροστά.
Υπάρχουν σήμερα οι προϋποθέσεις. Είναι πρώτη φορά που η κεντροδεξιά παράταξη, μετά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, διαθέτει αδιαμφισβήτητη ηγεσία. Ηγεσία ικανή να την επανασυνδέσει με το δημοκρατικό, προοδευτικό και μεταρρυθμιστικό κεκτημένο του 1974. Για να το πετύχει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής εμπλούτισε τη συντηρητική παράταξη με έμπειρα κεντρώα και προοδευτικά στελέχη. Έτσι οδήγησε την Ελλάδα στο πολιτικό θαύμα της Μεταπολίτευσης. Σήμερα ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με το επιτελικό κράτος που συγκρότησε και τη συστράτευση φιλελεύθερων, εκσυγχρονιστικών και τεχνοκρατικών στελεχών, διαθέτει τις προϋποθέσεις προκειμένου να μετατρέψει την κρίση σε ευκαιρία επανεκκίνησης της χώρας.